- σπλαγχνεύειν
- σπλαγχνεύωeat the inwardspres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπλαγχνεύω — Α [σπλάγχνα] 1. τρώω τα σπλάγχνα τού σφαγίου μετά από τη θυσία («ἐπὴν... λύπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ», Αριστοφ.) 2. μαντεύω από τα σπλάγχνα τών σφαγίων («ἐσπλάγχνευον ἀναφθεγγόμεναι νίκην τοῑς οἰκείοις», Στράβ.) 3. (το παθ.)… … Dictionary of Greek